Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροχή
παρόχιον
παροχλέω
παροχλίζω
πάροχος
πάροχος2
παροψάομαι
παρόψημα
παροψίς
παροψωνέω
παροψώνημα
Παρράσιος
παρρησία
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρρησιώδης
παρσταίη
παρυβρίζομαι
παρυγραίνω
πάρυγρος
View word page
παροψώνημα
an addition to the regular fare, a dainty

ShortDef

an addition to the regular fare, a dainty

Debugging

Headword:
παροψώνημα
Headword (normalized):
παροψώνημα
Headword (normalized/stripped):
παροψωνημα
IDX:
67158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67159
Key:

Data

{'content': 'an addition to the regular fare, a dainty'}