Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροχετευτικός
παροχετεύω
παροχεύομαι
παροχεύς
παροχή
παρόχιον
παροχλέω
παροχλίζω
πάροχος
πάροχος2
παροψάομαι
παρόψημα
παροψίς
παροψωνέω
παροψώνημα
Παρράσιος
παρρησία
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρρησιώδης
View word page
παροψάομαι
to eat dainties

ShortDef

to eat dainties

Debugging

Headword:
παροψάομαι
Headword (normalized):
παροψάομαι
Headword (normalized/stripped):
παροψαομαι
IDX:
67154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67155
Key:

Data

{'content': 'to eat dainties'}