Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παροχετευτέον
παροχετευτικός
παροχετεύω
παροχεύομαι
παροχεύς
παροχή
παρόχιον
παροχλέω
παροχλίζω
πάροχος
πάροχος2
παροψάομαι
παρόψημα
παροψίς
παροψωνέω
παροψώνημα
Παρράσιος
παρρησία
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
View word page
πάροχος2
provider
ShortDef
one who sits beside
provider
Debugging
Headword:
πάροχος2
Headword (normalized):
πάροχος
Headword (normalized/stripped):
παροχος2
IDX:
67153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67154
Key:
Data
{'content': 'provider'}