Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροχέτευσις
παροχετευτέον
παροχετευτικός
παροχετεύω
παροχεύομαι
παροχεύς
παροχή
παρόχιον
παροχλέω
παροχλίζω
πάροχος
πάροχος2
παροψάομαι
παρόψημα
παροψίς
παροψωνέω
παροψώνημα
Παρράσιος
παρρησία
παρρησιάζομαι
παρρησιαστής
View word page
πάροχος
one who sits beside

ShortDef

one who sits beside
provider

Debugging

Headword:
πάροχος
Headword (normalized):
πάροχος
Headword (normalized/stripped):
παροχος
IDX:
67152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67153
Key:

Data

{'content': 'one who sits beside'}