Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροχέομαι
παροχέτευσις
παροχετευτέον
παροχετευτικός
παροχετεύω
παροχεύομαι
παροχεύς
παροχή
παρόχιον
παροχλέω
παροχλίζω
πάροχος
πάροχος2
παροψάομαι
παρόψημα
παροψίς
παροψωνέω
παροψώνημα
Παρράσιος
παρρησία
παρρησιάζομαι
View word page
παροχλίζω
to move as with a lever

ShortDef

to move as with a lever

Debugging

Headword:
παροχλίζω
Headword (normalized):
παροχλίζω
Headword (normalized/stripped):
παροχλιζω
IDX:
67151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67152
Key:

Data

{'content': 'to move as with a lever'}