Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναφέρω
ἀναφεύγω
ἀναφευκτικός
ἀνάφευξις
ἀναφής
ἀναφθέγγομαι
ἀνάφθεγμα
ἀνάφθεγξις
ἀναφθείρομαι
ἀναφλασμός
ἀναφλάω
ἀναφλεγμαίνω
ἀναφλέγω
ἀνάφλεξις
Ἀναφλύστιος
ἀναφλύω
ἀναφοβέω
ἀναφοινίσσω
ἀναφοιτάω
ἀναφορά
ἀναφορεύς
View word page
ἀναφλάω
masturbate

ShortDef

masturbate

Debugging

Headword:
ἀναφλάω
Headword (normalized):
ἀναφλάω
Headword (normalized/stripped):
αναφλαω
IDX:
6714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6715
Key:

Data

{'content': 'masturbate'}