Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρουσία
παρουσιάζω
παροφθαλμιστής
παροχέομαι
παροχέτευσις
παροχετευτέον
παροχετευτικός
παροχετεύω
παροχεύομαι
παροχεύς
παροχή
παρόχιον
παροχλέω
παροχλίζω
πάροχος
πάροχος2
παροψάομαι
παρόψημα
παροψίς
παροψωνέω
παροψώνημα
View word page
παροχή
a supplying, furnishing

ShortDef

a supplying, furnishing

Debugging

Headword:
παροχή
Headword (normalized):
παροχή
Headword (normalized/stripped):
παροχη
IDX:
67148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67149
Key:

Data

{'content': 'a supplying, furnishing'}