Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάρουρος2
παρουσία
παρουσιάζω
παροφθαλμιστής
παροχέομαι
παροχέτευσις
παροχετευτέον
παροχετευτικός
παροχετεύω
παροχεύομαι
παροχεύς
παροχή
παρόχιον
παροχλέω
παροχλίζω
πάροχος
πάροχος2
παροψάομαι
παρόψημα
παροψίς
παροψωνέω
View word page
παροχεύς
provider, purveyor

ShortDef

provider, purveyor

Debugging

Headword:
παροχεύς
Headword (normalized):
παροχεύς
Headword (normalized/stripped):
παροχευς
IDX:
67147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67148
Key:

Data

{'content': 'provider, purveyor'}