Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάρουρος
πάρουρος2
παρουσία
παρουσιάζω
παροφθαλμιστής
παροχέομαι
παροχέτευσις
παροχετευτέον
παροχετευτικός
παροχετεύω
παροχεύομαι
παροχεύς
παροχή
παρόχιον
παροχλέω
παροχλίζω
πάροχος
πάροχος2
παροψάομαι
παρόψημα
παροψίς
View word page
παροχεύομαι
copulate with other males
ShortDef
copulate with other males
Debugging
Headword:
παροχεύομαι
Headword (normalized):
παροχεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παροχευομαι
IDX:
67146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67147
Key:
Data
{'content': 'copulate with other males'}