Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρουλότριχος
πάρουρος
πάρουρος2
παρουσία
παρουσιάζω
παροφθαλμιστής
παροχέομαι
παροχέτευσις
παροχετευτέον
παροχετευτικός
παροχετεύω
παροχεύομαι
παροχεύς
παροχή
παρόχιον
παροχλέω
παροχλίζω
πάροχος
πάροχος2
παροψάομαι
παρόψημα
View word page
παροχετεύω
to turn from its course, divert
ShortDef
to turn from its course, divert
Debugging
Headword:
παροχετεύω
Headword (normalized):
παροχετεύω
Headword (normalized/stripped):
παροχετευω
IDX:
67145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67146
Key:
Data
{'content': 'to turn from its course, divert'}