Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροτρύνω
παρουάτιος
παρουλίς
πάρουλος
παρουλότριχος
πάρουρος
πάρουρος2
παρουσία
παρουσιάζω
παροφθαλμιστής
παροχέομαι
παροχέτευσις
παροχετευτέον
παροχετευτικός
παροχετεύω
παροχεύομαι
παροχεύς
παροχή
παρόχιον
παροχλέω
παροχλίζω
View word page
παροχέομαι
to sit beside in a chariot

ShortDef

to sit beside in a chariot

Debugging

Headword:
παροχέομαι
Headword (normalized):
παροχέομαι
Headword (normalized/stripped):
παροχεομαι
IDX:
67141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67142
Key:

Data

{'content': 'to sit beside in a chariot'}