Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροσφραίνω
παροτρυντικός
παροτρύνω
παρουάτιος
παρουλίς
πάρουλος
παρουλότριχος
πάρουρος
πάρουρος2
παρουσία
παρουσιάζω
παροφθαλμιστής
παροχέομαι
παροχέτευσις
παροχετευτέον
παροχετευτικός
παροχετεύω
παροχεύομαι
παροχεύς
παροχή
παρόχιον
View word page
παρουσιάζω
to be present

ShortDef

to be present

Debugging

Headword:
παρουσιάζω
Headword (normalized):
παρουσιάζω
Headword (normalized/stripped):
παρουσιαζω
IDX:
67139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67140
Key:

Data

{'content': 'to be present'}