Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάφανσις
ἀναφέρω
ἀναφεύγω
ἀναφευκτικός
ἀνάφευξις
ἀναφής
ἀναφθέγγομαι
ἀνάφθεγμα
ἀνάφθεγξις
ἀναφθείρομαι
ἀναφλασμός
ἀναφλάω
ἀναφλεγμαίνω
ἀναφλέγω
ἀνάφλεξις
Ἀναφλύστιος
ἀναφλύω
ἀναφοβέω
ἀναφοινίσσω
ἀναφοιτάω
ἀναφορά
View word page
ἀναφλασμός
masturbation

ShortDef

masturbation

Debugging

Headword:
ἀναφλασμός
Headword (normalized):
ἀναφλασμός
Headword (normalized/stripped):
αναφλασμος
IDX:
6713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6714
Key:

Data

{'content': 'masturbation'}