Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρόσον
παροσφραίνω
παροτρυντικός
παροτρύνω
παρουάτιος
παρουλίς
πάρουλος
παρουλότριχος
πάρουρος
πάρουρος2
παρουσία
παρουσιάζω
παροφθαλμιστής
παροχέομαι
παροχέτευσις
παροχετευτέον
παροχετευτικός
παροχετεύω
παροχεύομαι
παροχεύς
παροχή
View word page
παρουσία
a being present, presence
ShortDef
a being present, presence
Debugging
Headword:
παρουσία
Headword (normalized):
παρουσία
Headword (normalized/stripped):
παρουσια
IDX:
67138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67139
Key:
Data
{'content': 'a being present, presence'}