Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάρος
Πάρος
παρόσον
παροσφραίνω
παροτρυντικός
παροτρύνω
παρουάτιος
παρουλίς
πάρουλος
παρουλότριχος
πάρουρος
πάρουρος2
παρουσία
παρουσιάζω
παροφθαλμιστής
παροχέομαι
παροχέτευσις
παροχετευτέον
παροχετευτικός
παροχετεύω
παροχεύομαι
View word page
πάρουρος
one who keeps watch beside

ShortDef

one who keeps watch beside
beside the tail

Debugging

Headword:
πάρουρος
Headword (normalized):
πάρουρος
Headword (normalized/stripped):
παρουρος
IDX:
67136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67137
Key:

Data

{'content': 'one who keeps watch beside'}