Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
παρορχέομαι
πᾶρος
πάρος
Πάρος
παρόσον
παροσφραίνω
παροτρυντικός
παροτρύνω
παρουάτιος
παρουλίς
πάρουλος
παρουλότριχος
πάρουρος
View word page
πάρος
beforetime, formerly, erst

ShortDef

beforetime, formerly, erst
Paros

Debugging

Headword:
πάρος
Headword (normalized):
πάρος
Headword (normalized/stripped):
παρος
IDX:
67126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67127
Key:

Data

{'content': 'beforetime, formerly, erst'}