Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
παρορχέομαι
πᾶρος
πάρος
Πάρος
παρόσον
παροσφραίνω
παροτρυντικός
παροτρύνω
παρουάτιος
παρουλίς
πάρουλος
παρουλότριχος
View word page
πᾶρος
(Dor.) loss of strength > πῆρος
ShortDef
(Dor.) loss of strength > πῆρος
Debugging
Headword:
πᾶρος
Headword (normalized):
πᾶρος
Headword (normalized/stripped):
παρος
IDX:
67125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67126
Key:
Data
{'content': '(Dor.) loss of strength > πῆρος'}