Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
παρορχέομαι
πᾶρος
πάρος
Πάρος
παρόσον
παροσφραίνω
παροτρυντικός
παροτρύνω
παρουάτιος
παρουλίς
View word page
παρορφνιδωτός
with a black border

ShortDef

with a black border

Debugging

Headword:
παρορφνιδωτός
Headword (normalized):
παρορφνιδωτός
Headword (normalized/stripped):
παρορφνιδωτος
IDX:
67123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67124
Key:

Data

{'content': 'with a black border'}