Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
παρορχέομαι
πᾶρος
πάρος
Πάρος
παρόσον
παροσφραίνω
παροτρυντικός
παροτρύνω
παρουάτιος
View word page
παρορύσσω
to dig alongside

ShortDef

to dig alongside

Debugging

Headword:
παρορύσσω
Headword (normalized):
παρορύσσω
Headword (normalized/stripped):
παρορυσσω
IDX:
67122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67123
Key:

Data

{'content': 'to dig alongside'}