Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
παρορχέομαι
πᾶρος
πάρος
Πάρος
παρόσον
παροσφραίνω
παροτρυντικός
παροτρύνω
View word page
παρόρνυμι
urge on

ShortDef

urge on

Debugging

Headword:
παρόρνυμι
Headword (normalized):
παρόρνυμι
Headword (normalized/stripped):
παρορνυμι
IDX:
67121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67122
Key:

Data

{'content': 'urge on'}