Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
παρορχέομαι
πᾶρος
πάρος
Πάρος
παρόσον
παροσφραίνω
παροτρυντικός
View word page
πάρορνις
ill-omened
ShortDef
ill-omened
Debugging
Headword:
πάρορνις
Headword (normalized):
πάρορνις
Headword (normalized/stripped):
παρορνις
IDX:
67120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67121
Key:
Data
{'content': 'ill-omened'}