Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
παρορχέομαι
πᾶρος
πάρος
Πάρος
παρόσον
παροσφραίνω
View word page
παρορμιστέον
one must moor beside

ShortDef

one must moor beside

Debugging

Headword:
παρορμιστέον
Headword (normalized):
παρορμιστέον
Headword (normalized/stripped):
παρορμιστεον
IDX:
67119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67120
Key:

Data

{'content': 'one must moor beside'}