Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
παρορχέομαι
πᾶρος
πάρος
Πάρος
παρόσον
View word page
παρορμίζω
to anchor side by side

ShortDef

to anchor side by side

Debugging

Headword:
παρορμίζω
Headword (normalized):
παρορμίζω
Headword (normalized/stripped):
παρορμιζω
IDX:
67118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67119
Key:

Data

{'content': 'to anchor side by side'}