Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
παρορχέομαι
πᾶρος
πάρος
Πάρος
View word page
παρορμητικός
stimulative
ShortDef
stimulative
Debugging
Headword:
παρορμητικός
Headword (normalized):
παρορμητικός
Headword (normalized/stripped):
παρορμητικος
IDX:
67117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67118
Key:
Data
{'content': 'stimulative'}