Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
παρορχέομαι
πᾶρος
πάρος
View word page
παρόρμησις
incitement

ShortDef

incitement

Debugging

Headword:
παρόρμησις
Headword (normalized):
παρόρμησις
Headword (normalized/stripped):
παρορμησις
IDX:
67116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67117
Key:

Data

{'content': 'incitement'}