Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
παρορχέομαι
πᾶρος
View word page
παρόρμημα
incitement, stimulant

ShortDef

incitement, stimulant

Debugging

Headword:
παρόρμημα
Headword (normalized):
παρόρμημα
Headword (normalized/stripped):
παρορμημα
IDX:
67115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67116
Key:

Data

{'content': 'incitement, stimulant'}