Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
παρορχέομαι
View word page
παρορμέω
to lie at anchor beside

ShortDef

to lie at anchor beside

Debugging

Headword:
παρορμέω
Headword (normalized):
παρορμέω
Headword (normalized/stripped):
παρορμεω
IDX:
67114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67115
Key:

Data

{'content': 'to lie at anchor beside'}