Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
παρορφνιδωτός
View word page
παρορμάω
to urge on, stimulate

ShortDef

to urge on, stimulate

Debugging

Headword:
παρορμάω
Headword (normalized):
παρορμάω
Headword (normalized/stripped):
παρορμαω
IDX:
67113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67114
Key:

Data

{'content': 'to urge on, stimulate'}