Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
παρορύσσω
View word page
παρορκέω
forswear oneself
ShortDef
forswear oneself
Debugging
Headword:
παρορκέω
Headword (normalized):
παρορκέω
Headword (normalized/stripped):
παρορκεω
IDX:
67112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67113
Key:
Data
{'content': 'forswear oneself'}