Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
παρόρνυμι
View word page
παροριστής
an encroacher

ShortDef

an encroacher

Debugging

Headword:
παροριστής
Headword (normalized):
παροριστής
Headword (normalized/stripped):
παροριστης
IDX:
67111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67112
Key:

Data

{'content': 'an encroacher'}