Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
παρορμιστέον
πάρορνις
View word page
παροριστέον
one must set a limit

ShortDef

one must set a limit

Debugging

Headword:
παροριστέον
Headword (normalized):
παροριστέον
Headword (normalized/stripped):
παροριστεον
IDX:
67110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67111
Key:

Data

{'content': 'one must set a limit'}