Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
View word page
παρόριος
on the border
ShortDef
on the border
Debugging
Headword:
παρόριος
Headword (normalized):
παρόριος
Headword (normalized/stripped):
παροριος
IDX:
67108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67109
Key:
Data
{'content': 'on the border'}