Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
παρορμητικός
View word page
παρορίνω
excite a little
ShortDef
excite a little
Debugging
Headword:
παρορίνω
Headword (normalized):
παρορίνω
Headword (normalized/stripped):
παρορινω
IDX:
67107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67108
Key:
Data
{'content': 'excite a little'}