Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμημα
παρόρμησις
View word page
παρορίζω
to outstep one's boundaries, encroach on a neighbour's property
ShortDef
to outstep one's boundaries, encroach on a neighbour's property
Debugging
Headword:
παρορίζω
Headword (normalized):
παρορίζω
Headword (normalized/stripped):
παροριζω
IDX:
67106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67107
Key:
Data
{'content': "to outstep one's boundaries, encroach on a neighbour's property"}