Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
παρορμέω
View word page
παρόρθιος
tolerably straight, not quite straight

ShortDef

tolerably straight, not quite straight

Debugging

Headword:
παρόρθιος
Headword (normalized):
παρόρθιος
Headword (normalized/stripped):
παρορθιος
IDX:
67104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67105
Key:

Data

{'content': 'tolerably straight, not quite straight'}