Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
παρορκέω
παρορμάω
View word page
παρορέω
to be adjacent
ShortDef
to be adjacent
Debugging
Headword:
παρορέω
Headword (normalized):
παρορέω
Headword (normalized/stripped):
παρορεω
IDX:
67103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67104
Key:
Data
{'content': 'to be adjacent'}