Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
παροριστής
View word page
παρορέγω
stretch out beside

ShortDef

stretch out beside

Debugging

Headword:
παρορέγω
Headword (normalized):
παρορέγω
Headword (normalized/stripped):
παρορεγω
IDX:
67101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67102
Key:

Data

{'content': 'stretch out beside'}