Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
παροριστέον
View word page
παροργισμός
provocation; anger

ShortDef

provocation; anger

Debugging

Headword:
παροργισμός
Headword (normalized):
παροργισμός
Headword (normalized/stripped):
παροργισμος
IDX:
67100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67101
Key:

Data

{'content': 'provocation; anger'}