Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
παρορισμός
View word page
παρόργισμα
provocation, cause of anger
ShortDef
provocation, cause of anger
Debugging
Headword:
παρόργισμα
Headword (normalized):
παρόργισμα
Headword (normalized/stripped):
παροργισμα
IDX:
67099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67100
Key:
Data
{'content': 'provocation, cause of anger'}