Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναφάλαντος
ἀναφαλάντωμα
ἀναφανδά
ἀναφανδόν
ἀνάφανσις
ἀναφέρω
ἀναφεύγω
ἀναφευκτικός
ἀνάφευξις
ἀναφής
ἀναφθέγγομαι
ἀνάφθεγμα
ἀνάφθεγξις
ἀναφθείρομαι
ἀναφλασμός
ἀναφλάω
ἀναφλεγμαίνω
ἀναφλέγω
ἀνάφλεξις
Ἀναφλύστιος
ἀναφλύω
View word page
ἀναφθέγγομαι
to call out aloud

ShortDef

to call out aloud

Debugging

Headword:
ἀναφθέγγομαι
Headword (normalized):
ἀναφθέγγομαι
Headword (normalized/stripped):
αναφθεγγομαι
IDX:
6709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6710
Key:

Data

{'content': 'to call out aloud'}