Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
παρόριος
View word page
παροργίζω
to provoke to anger

ShortDef

to provoke to anger

Debugging

Headword:
παροργίζω
Headword (normalized):
παροργίζω
Headword (normalized/stripped):
παροργιζω
IDX:
67098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67099
Key:

Data

{'content': 'to provoke to anger'}