Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
παρορία
παρορίζω
παρορίνω
View word page
παροράω
to look at by the way, notice, remark

ShortDef

to look at by the way, notice, remark

Debugging

Headword:
παροράω
Headword (normalized):
παροράω
Headword (normalized/stripped):
παροραω
IDX:
67097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67098
Key:

Data

{'content': 'to look at by the way, notice, remark'}