Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
παρόρθιος
View word page
παρόρασις
overlooking, negligence

ShortDef

overlooking, negligence

Debugging

Headword:
παρόρασις
Headword (normalized):
παρόρασις
Headword (normalized/stripped):
παρορασις
IDX:
67094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67095
Key:

Data

{'content': 'overlooking, negligence'}