Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
παρορέω
View word page
παρόραμα
oversight, error
ShortDef
oversight, error
Debugging
Headword:
παρόραμα
Headword (normalized):
παρόραμα
Headword (normalized/stripped):
παροραμα
IDX:
67093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67094
Key:
Data
{'content': 'oversight, error'}