Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
παρορέγω
παρόρειος
View word page
πάροπτος
half-roasted
ShortDef
half-roasted
Debugging
Headword:
πάροπτος
Headword (normalized):
πάροπτος
Headword (normalized/stripped):
παροπτος
IDX:
67092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67093
Key:
Data
{'content': 'half-roasted'}