Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
παροργισμός
View word page
παροπτέος
to be overlooked
ShortDef
to be overlooked
Debugging
Headword:
παροπτέος
Headword (normalized):
παροπτέος
Headword (normalized/stripped):
παροπτεος
IDX:
67090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67091
Key:
Data
{'content': 'to be overlooked'}