Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
παρόργισμα
View word page
παροπτάω
roast slightly, half-roast, toast

ShortDef

roast slightly, half-roast, toast

Debugging

Headword:
παροπτάω
Headword (normalized):
παροπτάω
Headword (normalized/stripped):
παροπταω
IDX:
67089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67090
Key:

Data

{'content': 'roast slightly, half-roast, toast'}