Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
παροργίζω
View word page
παροπλισμός
disarming
ShortDef
disarming
Debugging
Headword:
παροπλισμός
Headword (normalized):
παροπλισμός
Headword (normalized/stripped):
παροπλισμος
IDX:
67088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67089
Key:
Data
{'content': 'disarming'}