Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροξίζω
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
παροράω
View word page
παροπλίζω
to disarm

ShortDef

to disarm

Debugging

Headword:
παροπλίζω
Headword (normalized):
παροπλίζω
Headword (normalized/stripped):
παροπλιζω
IDX:
67087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67088
Key:

Data

{'content': 'to disarm'}