Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρονοματοποιέω
παροξίζω
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
παρορατικός
View word page
Παροπαμισάδαι
Paropamisadae

ShortDef

Paropamisadae

Debugging

Headword:
Παροπαμισάδαι
Headword (normalized):
παροπαμισάδαι
Headword (normalized/stripped):
παροπαμισαδαι
IDX:
67086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67087
Key:

Data

{'content': 'Paropamisadae'}